στηθόδεσμος — ο 1. είδος γυναικείου ενδύματος, σουτιέν. 2. ορθοπεδικό όργανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθοδέσμους — στηθόδεσμος breast band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθόδεσμον — στηθόδεσμος breast band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηθοδέσμη — ἡ, Α στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στηθόδεσμος] … Dictionary of Greek
στηθοδέσμιο — τὸ, Α [στηθόδεσμος] υποκορ. τού στηθόδεσμος … Dictionary of Greek
στηθοδεσμία — ἡ, Α [στηθόδεσμος] στηθόδεσμος … Dictionary of Greek
στηθοδεσμίς — ίδος, ἡ, ΜΑ στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στηθόδεσμος + κατάλ. ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
απόδεσμος — ἀπόδεσμος, ο (Α) [αποδέω (Ι)] 1. στηθόδεσμος, ζώνη 2. δέμα, κομπόδεμα … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek